μίνυνθα

μίνυνθα
μίνυνθ-ᾰ [pron. full] [ῐ], Adv.
A a short time, in Hom. mostly in phrase,

μ. περ οὔ τι μάλα δήν Il.1.416

, Od.22.473; μ. δέ οἱ γένεθ' ὁρμή but short-lived was his effort, Il.4.466;

οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ μ. Od.15.494

;

μ. δὲ γίγνεται ἥβης καρπός Mimn.2.7

;

μ. δέ μοι ψυχὰ γλυκεῖα B.5.151

;

τὴν δ' οὔτι μ. περ εὔνασεν ὕπνος A.R.4.1060

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μίνυνθα — (Α) επίρρ. 1. σε μικρή ποσότητα 2. για λίγο χρόνο («μίνυνθα δὲ γίγνεται ἥβης καρπός», Μίμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυ τού μινύθω* «περικόπτω, ελαττώνω» + κατάλ. θα (πρβλ. δηθά). Το ν τού μίνυ ν θα οφείλεται σε μετρικούς λόγους (βλ. μινύθω)] …   Dictionary of Greek

  • μίνυνθα — a short time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίνυνθ' — μίνυνθα , μίνυνθα a short time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινύθω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και στον ιων. πρτ. μινύθεσκον) 1. καθιστώ κάτι μικρότερο, περικόπτω («Ζεὺς δ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε», Ομ. Ιλ.) 2. ελαττώνω κατά τον αριθμό 3. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι («μινύθῃ δὲ τε ἔργον», Ησίοδ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • δηθά — επίρρ. (Α) για πολύν καιρό («οὐ μετὰ δηθά» όχι μετά από πολύ καιρό). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. δη τού δην* + επίρρ. κατάληξη θα (πρβλ. ένθα, μίνυνθα κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • μινυνθάδιος — μινυνθάδιος, ία, ον (Α) 1. ολιγοχρόνιος, βραχύβιος («μινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσεσθ », Ομ. Ιλ.) 2. μικρός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μινυνθαδία (κατά τον Ησύχ.) «ἡ σελήνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυνθ τού επιρρ. μίνυνθα* + κατάλ. άδιος (πρβλ. κρυφ άδιος)] …   Dictionary of Greek

  • ολίγινθα — ὀλίγινθα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀλίγον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀλίγινθα, κατά το μίνυνθα*] …   Dictionary of Greek

  • ψαίνυνθος — ον, Α (στον Λυκόφρ.) (κυρίως το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ψαίνυνθα με απατηλό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψαι τού ψαίω*, πιθ. μέσω αμάρτυρου ενεστ. τ. *ψαινύθω (πρβλ. μίνυνθα*: μινύθω)] …   Dictionary of Greek

  • mei-5 mi-neu- —     mei 5 mi neu     English meaning: to lessen, small     Deutsche Übersetzung: “mindern”     Material: O.Ind. minü ti, minō ti “mindert, schädigt, hindert”, mī yatē, mīya tē “mindert sich”, participle perf. mīta ; manyu mī “den Groll mindernd …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”